Ήταν τόσο μεγάλη και γρήγορη η οικονομική κρίση που δεν μπόρεσε το ΘΕΜΑ να την παρακολουθήσει.
Τέτοιου είδους κρίσεις έχουν συζητηθεί από πολλούς μαρξιστές οικονομολόγους.
Ο István Mészáros σε μια ομιλία του σχετικά με την κρίση δήλωνε ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν περνάει κρίση, το κεφάλαιο όμως περνάει.
Γιατί όμως το κεφάλαιο, αυτό που δημιούργησε ουσιαστικά ότι σύγχρονο έχουμε σήμερα περνάει κρίση; Γιατί πέρασε ξανά τη δεκαετία του 30' και απ' ότι φαίνεται δεν σταματάει να περνάει περιοδικά κρίση;
Αν και δεν είναι το άρθρο αυτό σε θέση να αναλύσει τη θεωρητική πλευρά των κρίσεων του κεφαλαίου, είναι σε θέση να καταθέσει το εξής σκεπτικό:
Ας υποθέσουμε ότι σε ένα έρημο νησί ζει ο Ροβινσόνας με την οικογένειά του και ο Παρασκευάς με τη δική του.
Η οικογένεια του Ροβινσόνα καλλιεργεί για να εξασφαλίσει την συντήρησή της, όπως και η οικογένεια του Παρασκευά.
Η οικογένεια του Ροβινσόνα ασχολείται με την κατασκευή και διατήρηση κατοικίας όπως και η οικογένεια του Παρασκευά.
Η οικογένεια του Ροβινσόνα ασχολείται με το κυνήγι, όπως και η οικογένεια του Παρασκευά.
Η οικογένεια του Ροβινσόνα ασχολείται με την παραγωγή και βαφή των ρούχων ενώ του Παρασκευά με την παραγωγή και τη βαφή υποδημάτων.
Όταν η οικογένεια του Ροβινσόνα είχε ανάγκη κάτι, που διέθετε η οικογένεια του Πρασκευά, το δανειζόταν με την υποχρέωση να το επιστρέψει ή το αντάλλασε με κάτι που ήθελε η οικογένεια του Παρασκευά και δεν το είχε, αλλά το είχε η οικογένεια του Ροβινσώνα.
Οι δυο οικογένειες έμεναν κοντά, κάθε μέρα έκαναν τις δουλειές τους και όπως ήταν εξωτερικές, οι μεν έβλεπαν τον κόπο που έβαζα οι άλλοι, για την παραγωγή και συντήρηση του πλούτου τους.
Όταν λοιπόν ερχόταν η στιγμή να ανταλλάξουν κάτι, ήταν εύκολο να υπολογίσουν με βάση τις ώρες που διέθετε ο καθένας για ένα κομμάτι πλούτου που παρήγαγε, πόσο πλούτο ήταν σωστό να ανταλλάξουν. Ένα ζευγάρι παπούτσια χρειάζονταν τόσο χρόνο όσο τέσσερεις φορεσιές. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι γιατί είχαν το ίδιο μέτρο, το χρόνο που διέθεταν την προσωπική εργασία, για να μετατρέψουν τα βασικά υλικά σε ένα νέο δημιούργημα που ίδιο του δεν υπήρχε στη φύση.
Κάποια στιγμή ήταν αδύνατον να υπάρχει αντίστοιχη σχέση, είτε διότι η προσωπική εργασία για την παραγωγή του ίδιου δημιουργήματος απαιτούσε περισσότερη δύναμη είτε διότι ο χρόνος που διέθεταν την προσωπική τους εργασία άλλαζε διότι τα υλικά που χρειάζονταν έπρεπε να τα μεταφέρουν από άλλες περιοχές, είτε το δημιούργημα ήταν πιο πολύπλοκο, είτε διότι ο νέος τεχνίτης ήταν άπειρος και χρειαζόταν περισσότερο χρόνο, είτε διότι η ανταλλαγή απαιτούσε όχι ολόκληρο δημιούργημα να ανταλλαγεί αλλά να αντιστοιχεί και σε ένα επιπλέον μέρος του δημιουργήματος, ενός κλάσματος του δημιουργήματος δηλαδή.
Οι δυσκολίες αυτές λοιπόν, έβαλαν το νου του Ροβινσόνα και του Παρασκευά να βρουν ένα κοινό παρανομαστή, το χρήμα.
Για να μπορούν να καλύπτουν την αξία των νέων δημιουργημάτων τους, τύπωναν αντίστοιχο χρήμα. Άν ένα δημιούργημα χρειαζόταν υλικά, ώρες δουλειας, κανόνιζαν την τιμή και τύπωναν το ανάλογο χρήμα. Ήταν ένα μέσο ανταλλαγής. Έτσι ο Ροβινσόνας όταν έφτιαχνε μια φορεσιά, πήγαινε στην κεντρική τράπεζα κατέθετε το δημιούργημά του και έπαιρνε το αντίστοιχο χρήμα, το ίδιο και ο Παρασκευάς, έπαιρνε και αυτός το νέο χρήμα που τύπωνε η κεντρική τράπεζα για το δημιούργημά του και πήγαινε στο σπίτι του. Μετά και οι δυο οικογένειες συζήταγαν τις ανάγκες τους και αποφάσιζαν τι θα αγόραζαν από τα πράγματα που υπήρχαν στην κεντρική αποθήκη, η τιμή των οποίων ήταν ήδη καθορισμένη. Η κεντρική αποθήκη όμως έπρεπε να συντηρηθεί, η τράπεζα χρειαζόταν επίσης συντήρηση και μέσα εκτύπωσης. Αυτά επίσης χρειάζονταν ώρες εργασίας, υλικά αλλά δεν ήταν δημιουργήματα, που θα μπορούσαν οι οικογένειες του Ροβινσόνα και του Παρασκευά να αγοράσουν. Ήταν ένα έξοδο που έπρεπε να το καλύπτουν συνεχώς.
Ας πούμε ότι όταν έχτισαν αυτές τις βοηθητικές μονάδες, χρειάστηκαν υλικά και ώρες για τις οποίες τύπωσαν χρήμα και το μοίρασαν ανάλογα. Ας πούμε ότι αυτά τα κτίρια κόστισαν 100 δραχμές. Ας πούμε ότι ο Ροβινσόνας έφτιαξε μια φορεσιά που ανιτστοιχούσε σε μια δραχμή και ο Παρασκευά δυο παπούτσια που αντιστοιχούσαν σε 8 δραχμές. Εντωμεταξύ, είχαν πάρει από 50 δραχμές ο καθένας για τα υλικά που έβαλαν και τις ώρες εργασίας. Ο Ροβινσόνας είχε 51 δραχμές και ο Παρασκευάς 58 δραχμές. Ο Ροβινσόνας αγοράζοντας ένα ζευγάρι παπούτσια έμενε με 47 δραχμές, ενώ ο Παρασκευάς με 57 δραχμές. Όταν αγόραζε ένα ένδυμα έμενε με 56 δραχμές ενώ ο Ροβινσόνας με 46 δραχμές.
Και οι δυο είχαν ένα πλεόνασμα δραχμών που δεν ήξεραν τι να τις κάνουν.
Καθώς ο καιρός περνούσε, και τα παιδιά των οικογενειών μεγάλωναν, ένα από τα παιδιά δεν είχε μάθει να δημιουργεί. Σκέφτηκε λοιπόν η οικογένεια να τον βοηθήσει, χρησιμοποιώντας το πλεόνασμα των δραχμών που είχε, υπό την προϋπόθεση ότι θα πρόσφερε κάποια υπηρεσία, π.χ. να πηγαίνει τα ενδύματα του Ροβινσόνα στην κεντρική αποθήκη. Πράγματι, το ένα παιδί προσέφερε αυτή την υπηρεσία, και ο Ροβινσόνας τον πλήρωνε από το πλεόνασμά των δραχμών, με τα οποία το παιδί διεκπεραίωνε τις υλικές του ανάγκες. Κάποια στιγμή το πλεόνασμα της οικογένειας τελείωσε, και το παιδί σταμάτησε να πληρώνεται. Πήγε λοιπόν στον Παρασκευά και του ζήτησε δανεικά. Ο Παρασκευάς, πρόθυμος συμφώνησε να του δανείσει, υπό την προϋπόθεση ότι θα του τα επιστρέψει με μια δραχμή παραπάνω. Αφού το παιδί δεν μπορούσε να δημιουργήσει τίποτα, από που θα έβρισκε την παραπάνω δραχμή; Έπρεπε να χρεώσει τις υπηρεσίες του παραπάνω.
Αν δεν μπορούσε να πουλήσει τις υπηρεσίες του, τότε θα ήταν αδύνατον να ξεπληρώσει την 'τράπεζά' του. Η κεντρική τράπεζα, υποχρεώνεται να του δώσει χρήματα χωρίς να έχει πάρει κανένα δημιούργημα, οπότε αυτά τα χρήματα γαι να δικαιολογηθούν, έπρεπε να φορτωθούν στα ήδη δημιουργήματα που είχε, με αποτέλεσμα τα δημιουργήματα να κοστίσουν περισσότερο. Αποτέλεσμα, ούτε ο Ροβινσόνας, ούτε ο Παρασκευάς, ούτε το παιδί να μπορούν να αγοράζουν τα δημιουργήματα, διότι ή τιμή τους είχε ακριβήνει και τα χρήματα είχαν μοιραστεί στα τρία, μια και η κεντρική τράπεζα γνώριζε ότι το παιδί δεν μπορούσε να προσφέρει κανένα δημιούργημα. Για να λυθεί αυτή η δυσκολία, συμφώνησαν όλοι όπως η υπηρεσία, έστω κι αν δεν έχει να προσφέρει κανένα δημιούργημα, να πληρώνεται για τις ώρες που προσφέρεται αυτή η υπηρεσία. Με τον τρόπο αυτό, περισσότερα χρήματα τυπώνοντας, χωρίς να υπάρχουν δημιουργήματα μέσα στην αποθήκη, κι έτσι η τιμή των δημιουργημάτων που υπήρχαν να αυξάνεται. Έτσι είχαμε τον πληθωρισμό. Ακριβά δημιουργήματα υποχρέωναν τους δημιουργούς να ζητούν περισσότερα χρήματα για τα δημιουργήματά τους.
Συμπέρασμα: όσο οι τράπεζες τυπώνουν χρήματα για να καλύπτουν όσους προσφέρουν υπηρεσίες (π.χ. stock market, κτηματομεσίτες, εκπαιδευτικούς, δημόσιους υπαλλήλους, τουριστικά επαγγέλματα, κλπ), τόσο η κρίση του κεφαλαίου θα μεγαλώνει.
Οι υπηρεσίες πρέπει να αυξάνονται ανάλογα με τον πλούτο της κοινωνίας, ανάλογα δηλαδή με τα δημιουργήματα που βρίσκονται στην κεντρική αποθήκη.
Η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να διοχετεύει στην αγορά τόσες δραχμές όσες αντιστοιχούν στα δημιουργήματα που οι δημιουργοί έχουν παράγει. Σε κάθε άλλη περίπτωση πρέπει να τα συγκεντρώσει πίσω για να υπάρξει μια ισορροπία. Αυτή την ισορροπία βέβαια δεν είναι δυνατόν να την πετύχουμε στην παγκόσμια οικονομία, και μόνον όσες κοινωνίες βρίσκονται στο αστερισμό της ισορροπίας δεν θα πρέπει να φοβούνται.
Εκείνες που ζούσαν με δανεικά, εκείνες που δεν μπορούν να δημιουργήσουν και να τα δώσουν στην κεντρική τράπεζα, εκείνες θα υποφέρουν τα μέγιστα.
Σήμερα βρισκόμαστε, κατά την άποψή μου, σε μια τέτοια κατάσταση. Σε μια κατάσταση που δανειζόμασταν χωρίς να μπορούμε να πληρώνουμε. Η αύξηση των υπηρεσιών, απαιτούσε την εκτύπωση δραχμών που δεν ανταποκρίνονταν σε κανένα νέο δημιούργημα που να είχε μπει μέσα στην κεντρική αποθήκη. Με αποτέλεσμα, το χρήμα που τυπωνόταν (ή που ερχόταν από τους δανειστές) να μην αντιστοιχεί στον πλούτο της κοινωνίας, αλλά στις ανάγκες της, θεμιτές ή αθέμιτες. Ο πληθυσμός και ο πλούτος δεν αυξάνονταν παράλληλα.
Οι εργάτες, τα δημιουργήματα των οποίων πήγαιναν στην κεντρική αποθήκη, δεν έπαιρναν το αντίτιμο της δημιουργίας τους. Αυτό το συγκέντρωνε ο καπιταλιστής. Το επέστρεφε στους εργάτες, με τη μορφή δανείου, και θα έπρεπε να επιστραφεί αυξημένο. Αλλά που θα έβρισκε ο εργάτης αυτή την αύξηση; Εργαζόμενος περισσότερο, φυσικά, παίρνοντας δηλαδή ώρες εργασίας από κάποιον άλλο δημιουργό, ο οποίος θα πήγαινε στις υπηρεσίες, δηλαδή θα χρειαζόταν επίσης, δραχμές που δεν θα είχαν παραχθεί από δημιουργήματα αλλά από την ανάγκη που θα υπήρχε να τυπωθεί επιπλέον χρήμα για να διατηρηθεί και συντηρηθεί ο πολίτης που προσφέρει τις υπηρεσίες.
Τελικά το κεφάλαιο συγκεντρώνεται στα λίγα χέρια, τα οποία το επενδύουν με τόκο. Οι δανειζόμενοι πρέπει να βρουν αυτόν τον τόκο, και όταν πια έχουμε φτάσει στο αδιέξοδο, εφόσον πολλοί θα προσπαθούν να βρουν αυτόν τον τόκο, το κεφάλαιο εξανεμίζεται.
Οι καπιταλιστές όμως δεν παραδίδονται εύκολα. Προσπαθούν να δημιουργήσουν νέα σενάρια για να μην χρεωκοπήσουν. Σε αυτή την περίοδο βρισκόμαστε. Εφόσον η παραγωγή δεν δημιουργεί τον απαιτούμενο πλούτο, πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή. Εφόσον οι δανειζόμενοι δεν μπορούν να πληρώσουν, πρέπει να εργάζονται περισσότερο και να πληρώνονται λιγότερο. Εφόσον δεν υπάρχει αρκετός πλούτος, πρέπει τα άτομα στις υπηρεσίες να μειωθούν, τα άτομα της δημιουργικής τάξης να αυξηθούν, και αν τούτο δεν καταστεί εφικτό, τότε ο πληθυσμός θα πρέπει να μειωθεί, δηλαδή πόλεμος, μικρής ή μεγάλης κλίμακας αυτό εξαρτάται από τις επικρατούσες συνθήκες, και το μένος των αδίστακτων καπιταλιστών.
2010/05/20
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου