2007/04/18

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1913

Τα παρακάτω αποσπάσματα δείχνουν, μάλλον, ότι η Θεσσαλονίκη είναι σημαντική για την γεωγραφική της θέση παρά γιατί αποτελεί ένα κέντρο πρωτογενούς οικονομίας. Η οικονομία της στηρίζεται κυρίως στην μεταφορά εμπορευμάτων, δηλ. σε υπηρεσίες. Άρα πρέπει να έχει διευκολύνσεις σε αυτόν τον τομέα για να αναπτυχθεί. Αποσπάσματα από την ιστοσελίδα http://web.auth.gr/virtualschool/1.4/Praxis/KotinisThessaloniki.htm
Βασικοί συντελεστές οικονομικής ανάπτυξης της περιόδου μέχρι το 1912:
Το 315 / 316 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος δημιουργεί και δίνει στη νέα πόλη το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Βακαλόπουλος, 1985). Η σωστή επιλογή της γεωγραφικής θέσης της νέας πόλης (εύκολη σύνδεση της ενδοχώρας με τη θάλασσα, σταυροδρόμι ανατολής – δύσης, επίκαιρη θέση στη βαλκανική χερσόνησο), συντελεί στην γρήγορη εξέλιξη της πόλης. Το 168 π.Χ. η Θεσσαλονίκη υποτάσσεται στους Ρωμαίους και γίνεται πρωτεύουσα του διοικητικού αυτόνομου τμήματος, που περιελάμβανε την περιοχή από τον Αξιό ως το Στρυμόνα ποταμό (Βακαλόπουλος, Απ., 1985). Κατά 148-146 π.Χ. η Μακεδονία ανακηρύσσεται ρωμαϊκή επαρχία, έδρα ρωμαίου στρατηγού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Ο φυσικός δρόμος Αξιού – Μοράβα, που οδηγεί στην Κεντρική Ευρώπη, η κατασκευή της Εγνατίας οδού το 130 π.Χ. και ο σχετικά ευρύχωρος «σκαπτός λιμήν», κατέστησαν τη Θεσσαλονίκη και εμπορικό σταυροδρόμι και επίκαιρη βάση για διοικητικό έλεγχο και για πολεμικές επιχειρήσεις (Βακαλόπουλος, 1985).
Η βυζαντινή περίοδος αρχίζει το 330 μ.Χ. Η Θεσσαλονίκη την περίοδο αυτή αναπτύσσεται οικονομικά, δημογραφικά, πολεοδομικά και εξελίσσεται στο δεύτερο μεγάλο διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Το 1224 η πόλη καταλαμβάνεται από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Δούκα Κομνηνό Άγγελο, επίδοξο αυτοκράτορα, και τελικά το 1246 τόσο η πόλη όσο και η γύρω περιοχή γίνεται τμήμα της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Σε όλο αυτό το διάστημα η Θεσσαλονίκη είναι το επίκεντρο των πολέμων μεταξύ του Δεσποτάτου της Ηπείρου, των Βουλγάρων και της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Την περίοδο αυτή η Θεσσαλονίκη αντικαθιστά την Κωνσταντινούπολη ως καλλιτεχνικό και πολιτισμικό κέντρο. Ταυτόχρονα είναι το μεγάλο εμπορικό κέντρο της περιοχής, αναπτύσσεται η βιοτεχνία και δημιουργούνται οι βάσεις ανάπτυξης μιας μεσαίας τάξης και αυτονόμησης από την κεντρική εξουσία της Κωνσταντινούπολης. Με την έναρξη της Τουρκοκρατίας (1430) η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με ελάχιστους κατοίκους. Όλη τη διάρκεια του 16ου αι. η πόλη της Θεσσαλονίκης εξελίσσεται σε διεθνές εμπορικό κέντρο. Όμως στον 17ο αι. το εμπόριο περιορίστηκε. Το εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου παρακμάζει και οι χερσαίοι δρόμοι γίνονται ανασφαλείς. Η οικονομική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης περιορίζεται κυρίως στην κατασκευή εριούχων υφασμάτων για εσωτερική κυρίως κατανάλωση και στην παραγωγή μπαρουτιού. H κοινότητα, που ιδίως ασχολείται με τις δυο αυτές βιομηχανικές διαδικασίες, είναι η εβραϊκή. Όμως η οικονομική διείσδυση των βιομηχανικά ανεπτυγμένων δυτικών χωρών και κυρίως της Γαλλίας, που απαιτεί και τελικά πετυχαίνει το 1730 την απελευθέρωση της εμπορίας μαλλιού από την υποχρεωτική συγκέντρωσή του προς όφελος των υφαντουργείων της Θεσσαλονίκης, καταστρέφει την ανθηρή αυτή βιομηχανία, επιφέροντας οικονομική κρίση στην πόλη και αλλάζοντας την οικονομία της από παραγωγική σε μεταπρατική. Από τις αρχές του 18ου αι. επαναρχίζει η οικονομική ανάπτυξη και μεγαλώνει η οικονομική σημασία της Θεσσαλονίκης δια μέσου των προσπαθειών των Άγγλων, Γάλλων και Αυστριακών να διεισδύσουν στις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα των αστικών κέντρων που διαθέτουν λιμάνι (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη κ.ά.). Οι συνθήκες που υπογράφονται διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη εμπορική διακίνηση αγαθών. Η πόλη γίνεται πόλος έλξης για μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού κυρίως από την ενδοχώρα. Είναι ενδεικτικό ότι η πόλη θα τριπλασιάσει τον πληθυσμό της από το 1820 στο 1907. Η αιτία γίνεται κατανοητή από τη σύγκριση των ημερομισθίων του εργάτη και του αγρότη. Του ανειδίκευτου εργάτη στα 1820 είναι 40–50 παράδες, του ειδικευμένου 60–70 παράδες, ενώ το αγροτικό μόλις 16–20 παράδες. Παρ’ όλα αυτά ο εργάτης, ο βοηθός τεχνίτη, ο λιμενεργάτης και ο υπηρέτης, που μαζί με τις οικογένειές τους αποτελούσαν το 50% του πληθυσμού της πόλης, μόλις και εξασφάλιζαν την αναγκαία σε θερμίδες διατροφή της οικογένειάς τους (3.000 θερμίδες για κάθε άντρα, 2.000 θ. για κάθε γυναίκα και 5.000 θ. για 3 παιδιά). Η επανάσταση του 1821 στη νότιο Ελλάδα, φέρνει αναβρασμό στις τάξεις της ελληνικής κοινότητας... Το γενικό κύμα φυγής του ελληνικού στοιχείου ανακόπτει προσωρινά τη συμμετοχή του στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης, που θα συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και θα εκτοξευθεί στο τελευταίο του τέταρτο. Η οικονομική ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στο εμπόριο και στην εισροή κεφαλαίων από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι χώρες αυτές διεισδύουν ιμπεριαλιστικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που συρρικνώνεται αντιμετωπίζοντας πλείστα προβλήματα. Χαρακτηριστικό είναι το δασμολόγιο που έχουν πετύχει οι Ευρωπαίοι : 3% ενιαίος δασμός για τους Ευρωπαίους, 4% για τους μουσουλμάνους και 5% για τους ραγιάδες υπηκόους. Επίσης γνωρίζουμε πως το 1839 κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη 165 χριστιανικές οικογένειες και 108 ισραηλιτικές με ευρωπαϊκή υπηκοότητα ή «προστασία», οι επονομαζόμενοι βερατλήδες ή μπερατλήδες. Το 1913, από τους 10.000 ξένους υπηκόους της Θεσσαλονίκης, οι Έλληνες αποτελούν το 50%, 5.000 άτομα (Μοσκώφ, Κ., 1988, σ.σ. 268 και 269-70 υποσημείωση). Το εμπόριο όμως απαιτεί δρόμους. Έτσι το 1871 κατασκευάζεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Σκοπίων με αυστριακά κεφάλαια, που διαχειρίζεται η οικογένεια Χιρς. Το 1881 ολοκληρώνεται η σύνδεση με το Βελιγράδι και το 1894 η σύνδεση με το Μοναστήρι, με κεφάλαια της Deutsche Bank. Το 1896 ολοκληρώνεται η σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης – Κωνσταντινούπολης και το 1891 εγκαινιάζεται το ιππήλατο τραμ, και το 1907 γίνεται ηλεκτροκίνητο. Το 1836 στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης καταπλέουν πλοία συνολικής χωρητικότητας 25.000 τόνων, ενώ το 1869 243.000 τόνων. Η κίνηση του λιμανιού πολλαπλασιάζεται, ιδίως σε τονάζ ( το 1881, 5.633 πλοία από τα οποία 345 ατμόπλοια, 425.016 τόνοι – το 1889, 8.946 πλοία από τα οποία 1.540 ατμόπλοια και 1.467.517 τόνοι). Το εξωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης στα 1900 φτάνει τα 82.000.000 χρ. φράγκα και στα 1911 τα 160.000.000 χρ. Φράγκα (Μοσκώφ, 1988: 260 - 261). Όμως τα οικονομικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπόκεινται από το 1875 (διάταγμα Μουχαρέμ) σε άμεσο ευρωπαϊκό έλεγχο. Η κυρίαρχη τράπεζα στην Αυτοκρατορία, η Οθωμανική Τράπεζα, δημιούργημα γαλλικών και βρετανικών κεφαλαίων, είναι κυρίαρχη και στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Το 1888 οι γηγενείς ισραηλίτες Αλατίνι ιδρύουν την Τράπεζα Θεσσαλονίκης με αυστριακά κεφάλαια, κυρίως της Lander Bank. Είναι η τράπεζα στήριξης του ισραηλιτικού εμπορίου ως τα 1909 που μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη. Στα 1899 η Τράπεζα Μυτιλήνης ιδρύει υποκατάστημα στη Θεσσαλονίκη, που μαζί με το υποκατάστημα της Τράπεζας Βιομηχανικής Πίστης (ελληνικών συμφερόντων) θα παίξουν σημαντικό ρόλο συντονιστή των οικονομικών δραστηριοτήτων του ελληνισμού της Μακεδονίας, αλλά και πολιτικό ρόλο στα δύσκολα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα. Το πρώτο εργοστάσιο στην πόλη ιδρύεται στα 1854 και είναι ένας ατμόμυλος. Στα 1873 ιδρύεται ο μεγάλος ατμόμυλος Αλατίνι, στα 1870 η σαπωνοποιεία Βουδελίκα, στα 1878 η νηματουργία Ησαΐα και τα οινοπνευματοποιεία Μισραχήμ και Σία. Στα 1884 υπάρχουν 10 αλευρόμυλοι, 2 νηματουργεία, 1 οινοπνευματοποιείο, 6 σαπωνοποιεία, 1 κεραμουργείο, 1 καρφοβελονοποιείο, 1 καπνεργοστάσιο (της Ρεζί). Η επεξεργασία καπνού είναι ο κύριος βιομηχανικός κλάδος της πόλης. Απασχολούνται περίπου 10.000 εργάτες, κατά μέσο όρο κάθε χρόνο για ένα εξάμηνο (Μοσκώφ, 1988: 263). Στην απογραφή του 1890 καταγράφονται στην πόλη της Θεσσαλονίκης 13 αλευρόμυλοι, 4 νηματουργεία μεταξιού, 1 βελονοποιείο, 1 οινοπνευματοποιείο, 1 χαρτοποιείο, 1 σιδηρουργία, 1 εργοστάσιο επεξεργασίας καπνού και 3 σαπωνοποιίες. Δηλώνεται σαφώς, στο συνοδευτικό κείμενο της απογραφής, πως η εκβιομηχάνιση προχωρά με αργά βήματα : «… η βιομηχανία διατροφής ασκείται με πολύ παλιές μεθόδους.[…] Δυστυχώς στο βιλαέτι μας ούτε η υφαντουργία έχει ακόμη βιομηχανοποιηθεί». Καταγράφεται επίσης η κρίση των παραγωγικών μονάδων λόγω του ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών προϊόντων, «Αν και τα συναφή με την παραγωγή λουτρικών ειδών επαγγέλματα ήταν πολύ ανεπτυγμένα στο βιλαέτι μας, ειδικά στη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών προϊόντων οδήγησε σταδιακά στην παρακμή και σχεδόν στην καταστροφή του κλάδου. […] Τα κιλίμια και οι κετσέδες της Θεσσαλονίκης ήταν κάποτε πολύ δημοφιλή, τώρα όμως τείνουν να εξαφανιστούν και η παραγωγή περιορίσθηκε σε 5 – 6 αργαλειούς. […] η βυρσοδεψία κάποτε άνθιζε, αλλά στη συνέχεια δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον ξένο ανταγωνισμό και έχασε την παλαιότερη σημασία της.» (Χεκίμογλου, Ε. - Danacioglu, 1998: 20). Το εξωτερικό εμπόριο στις αρχές του 20 ου αι. παραμένει στα χέρια ισραηλιτών. Οι εργάτες στην πόλη είναι περίπου 25.000 και απ’ αυτούς 12.000, σχεδόν το 50%, απασχολούνταν στην βιομηχανία, έστω και εποχιακά (ιδίως στην επεξεργασία του καπνού και μεγάλο ποσοστό είναι γυναίκες και παιδιά) (Μοσκώφ, 1988: 271). Σύμφωνα με την απογραφή του 1890 οι εργάτες τεχνίτες τόσο στον κλάδο της βιομηχανίας όσο και σε επίπεδο βιοτεχνικό είναι 85.000 (2.000 μόνιμοι βιομηχανικοί εργάτες, 7.500 υφαντές και 75.000 άλλοι τεχνίτες). Δεν συμπεριλαμβάνονται οι εποχιακά εργαζόμενοι ιδίως στην επεξεργασία καπνού. Στο κείμενο της απογραφής δηλώνεται πως ο αριθμός αυτός «… αντιπροσωπεύει περίπου ποσοστό 5% του πληθυσμού. Καταλαβαίνουμε έτσι γιατί η βιομηχανία μας είναι σε τόσο χαμηλό επίπεδο, όταν λάβουμε υπόψη ότι το αντίστοιχο ποσοστό είναι πάνω από 30% σε χώρες όπως η Γαλλία, η Αγγλία, η Γερμανία, το Βέλγιο κτλ.» (Χεκίμογλου - Danacioglu, 1998: 20-22).Υπάρχουν επίσης 3.000 αγροτικοί εργάτες, 2.000 εργαζόμενοι στις οικοδομές και 3.000 εργαζόμενοι στο λιμάνι. Σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι και το οικιακό προσωπικό, περισσότερο από 5.000 ίσως και 10.000 άτομα στα 1910 (Μοσκώφ, 1988: 271) ... έχουμε μια μονομερή και αντιφατική ανάπτυξη. Από τη μια μεριά αύξηση του πλούτου ορισμένων μεταπρατών, συνδεδεμένων με τις δυτικές οικονομίες, εξευρωπαϊσμού των κτιρίων ακόμη και αυτών των δημόσιων οθωμανικών, δημιουργία ορισμένων βιομηχανικών μονάδων και από την άλλη αύξηση των κατοίκων που υποαπασχολούνται και μετατρέπονται σε ένα ευάλωτο προλεταριάτο και ταυτόχρονα διατήρηση του αγροτικού πρωτογενούς τρόπου οικονομικής ζωής (Χασιώτης, 1985: 168). Έτσι τα βασικά ημερομίσθια του 1820 μένουν σε σταθερές τιμές ανεξέλικτα ως τα 1908. Μόνο μετά τη νεοτουρκική επανάσταση και τις απεργίες ανεβαίνουν από τα 1,25 χρ. φράγκα (5 γρόσια ή 200 παράδες) σε 2 χρ. φράγκα. Στα 1908 τα 2/3 του πληθυσμού της πόλης μόλις καταφέρνει και επισιτίζεται. Το δε μέσο ετήσιο εισόδημα του περίπου 300 χρ. φράγκα παραμένει σταθερό παρά την αύξηση του αντίστοιχου μέσου όρου του ετήσιου εισοδήματος κατά 200% (Μοσκώφ, 1988: 272). Οι μικροεπαγγελματίες, οι μικροβιοτέχνες και οι τεχνίτες, που αποτελούν το 20% με 25% του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης (μαζί με τις οικογένειές τους), δέχονται, ιδιαίτερα μετά το 1880 – 1890, τις πιέσεις των ευρωπαϊκών προϊόντων που κατακλύζουν τις αγορές. Χωρισμένοι σε πατροπαράδοτες συντεχνίες (ισνάφια), που μόνο προστατευτικά μπορούν να λειτουργήσουν, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στη οργανωμένη επίθεση των δυτικοευρωπαϊκών προϊόντων. Μεμονωμένες προσπάθειες, όπως η ίδρυση Λαϊκής Τράπεζας από 30 επαγγελματίες της πόλης με κεφάλαιο 50.000 χρ. φράγκα (Μοσκώφ, 1988: 284) αναδεικνύουν το πρόβλημα μάλλον παρά το λύνουν. Μόνο τα δραματικά γεγονότα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θ’ αλλάξουν, εν μέρει, τις οικονομικές σχέσεις. Όμως η μετέπειτα εξέλιξη του κινήματος των Νεότουρκων, από ένα κίνημα που αγκάλιαζε όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας, σε ένα κίνημα απόκτησης τουρκικής ταυτότητας και επιβολής της τουρκικής εθνότητας στις άλλες, σε συνδυασμό με τις μεγαλοϊδεατικές τάσεις των άλλων βαλκανικών κρατών κατέληξαν στις πολεμικές συγκρούσεις, που έμειναν γνωστές ως βαλκανικοί πόλεμοι. Όσον αφορά στη Θεσσαλονίκη , τα ελληνικά στρατεύματα μπαίνουν νικηφόρα στις 26/10/1912 στην πόλη. Όμως οι βουλγαρικές βλέψεις για την πόλη και τη γύρω περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, καθώς και η ύπαρξη βουλγαρικών στρατευμάτων μέσα και γύρω από την πόλη, οδηγούν σε σύγκρουση Ελλάδας και Σερβίας με τη Βουλγαρία. Τελικά η συνθήκη του Βουκουρεστίου (10/8/1913) επισφραγίζει την οριστική ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα.

Το 1908 η κακή σοδειά φέρνει μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις και πιθανότατα συντελεί στο ξέσπασμα της νεοτουρκικής επανάστασης, που πρώτα εκδηλώνεται στο Μοναστήρι και μετά στη Θεσσαλονίκη (23 Ιουλίου 1908). Στα 1908 τα 2/3 του πληθυσμού της πόλης μόλις που μπορούν να προμηθευτούν την αναγκαία τροφή για την οικογένεια τους. Ένα χρόνο αργότερα οι εξαγγελίες ελευθερίας, ισότητας, ανεξιθρησκίας και παροχής Συντάγματος, μετατρέπονται σε μεταπρατικές σχέσεις, κυρίως με το γερμανικό κεφάλαιο. Οι βαλκανικοί πόλεμοι επιφέρουν σημαντικές αλλαγές σε όλη τη βαλκανική και η Θεσσαλονίκη γίνεται τμήμα του ελληνικού κράτους. Σε καταγραφή του 1910 τα ξένα σχολεία που λειτουργούν είναι :1) Το Lycee ιδρυμένο από τη Γαλλική Λαϊκή Αποστολή, 2) Η σχολή των Φρερ (Ecole des Freres de Saint Vincent de Paul), 3) Παρθεναγωγείο του ιδίου τάγματος (Ecole des Filles Dirigee par des Seurs de Saint Vincent de Paul), 4) Παρθεναγωγείο με νηπιαγωγείο, το γνωστό Καλαμαρί, 5) Σχολείο και οικοτροφείο του τάγματος των Λαζαριστών, 6) Ιταλική πρακτική και εμπορική σχολή «Ουμβέρτος Α'», με προπαρασκευαστική σχολή τη Βασιλική Σχολή Αρρένων, 7) Ιταλική Βασιλική Σχολή Θηλέων, με επαγγελματικό τμήμα, 8,) ιταλικό δημοτικό σχολείο θηλέων με νηπιαγωγείο, 9) ιταλική εσπερινή σχολή ιχνογραφίας, 10) δημοτική σχολή θηλέων της πριγκίπισσας Υολάνδης, της εταιρείας Dante Aligihieri, 11) ιταλική επαγγελματική σχολή θηλέων, 12) Γερμανική Σχολή με τμήμα Ανωτέρας Γερμανικής Σχολής, 13) Αμερικανική Γεωργική Σχολή. Στα περισσότερα απ’ τα σχολεία αυτά, εκτός από τα παιδιά των ιδρυτικών εθνοτήτων, πήγαιναν και παιδιά των εύπορων τάξεων, παρακινούμενοι από το νεωτεριστικό πνεύμα της εποχής και την κυριαρχία της δυτικής κουλτούρας και οικονομίας, αλλά και παιδιά μέσων στρωμάτων, σε επαγγελματικά κατεύθυνση, καθόσον η εξειδίκευση της εργασίας ήταν αναγκαιότητα της εποχής, αφού τα μέσα παραγωγής άλλαζαν και η οικονομία έμπαινε σε βιομηχανική φάση. Έμφαση επίσης δόθηκε και στον θρησκευτικό προσηλυτισμό των παιδιών φτωχών στρωμάτων http://web.auth.gr/virtualschool/1.4/Praxis/KotinisThessaloniki.htm . Το 1912, η εβραϊκή κοινότητα είναι η μεγαλύτερη της πόλης και επηρεάζει την οικονομική λειτουργία και τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το φιλελεύθερο πνεύμα των μεταρρυθμίσεων των τελευταίων οθωμανικών χρόνων επέτρεψε στους Θεσσαλονικείς Εβραίους να δημιουργήσουν τη σημαντικότερη οθωμανική Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, πιο γνωστή από τον, στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα, τίτλο της σαν «Φενταρασιόν» το 1909 και να επιβάλουν όπως η πόλη και κυρίως το λιμάνι να παραμένουν κλειστά το Σάββατο. Μετά την απελευθέρωση οι Εβραίοι της πόλης αναγνωρίστηκαν ως ισότιμοι Έλληνες πολίτες. Η υποστήριξη της Ελλάδας για την ίδρυση εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, αλλά και η φροντίδα της τοπικής διοίκησης για τα θύματα της πυρκαγιάς του 17, που έπληξε κυρίως τις εβραϊκές συνοικίες, ενίσχυσαν τις καλές σχέσεις http://web.auth.gr/virtualschool/1.4/Praxis/KotinisThessaloniki.htm
Στις 18 του Μάρτη 1913 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ δολοφονήθηκε "κατά λάθος", σε ηλικία 68 χρονών, από έναν Βούλγαρο τουρίστα στη Θεσσαλονίκη http://glucksburg.heindorffhus.dk/frame-Greece.htm . Στο βιβλίο του Κώστα Τομανά «Οι Κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης» (Εξάντας, 1992, σελ.141) αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος Σχινάς δολοφόνησε στις 5 Μαρτίου 1913 τον βασιλιά Γεώργιο Α’ (σ.σ.: μάλλον η διαφορά οφείλεται στη σχέση Ιουλιανού και Γρηγοριανού ημερολογίου, η οποία είναι 13 ημέρες - ο αναγνώστης μπορεί να συνάγει τη διαφορά αυτή από το γεγονός ότι 7 Ιανουαρίου του Γρηγοριανού είναι 25 Δεκεμβρίου του Ιουλιανού ημερολογίου). Ο συγγραφέας τον αναφέρει ως «αχαΐρευτο αιώνιο φοιτητή» και κατά την ομολογία της βραχύχρονης αρραβωνιαστικιάς του αλλά και φίλης του συγγραφέα (ο ίδιος, πτυχιούχος Φυσικομαθηματικής του ΑΠΘ, αναφέρει ότι τον επισκεπτόταν στο φροντιστήριό του) δασκάλας Βερενίκης, ήταν... ανισσόροπος. Τον Σχινά αναφέρει και άλλη μια πηγή http://www.answers.com/topic/george-i-of-greece , που τον χαρακτηρίζει αναρχικό. Ο Σχινάς, Βολιώτης στην καταγωγή, βασανίστηκε και αυτοκτόνησε ενώ ήταν στα χέρια της Ασφάλειας. http://www.answers.com/topic/constantine-i-of-greece .
Η δημοσιογραφία, όπως η εκπαίδευση, αποτελεί δείκτη της στροφής προς τη νεωτερικότητα στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου. Ως τα 1896 μόνο μια ελληνική, μια εβραϊκή και το επίσημο οθωμανικό δελτίο κυκλοφορούν στην πόλη. Η «Μακεδονία» του Κ. Βελλίδη ιδρύεται και κυκλοφορεί στα 1911. Το 1912 εκδίδονται 16 εφημερίδες (2 στα γαλλικά, 5 στα ισπανοεβραϊκά, 4 στα ελληνικά, 3 στα τουρκικά, 1 στα βουλγαρικά και 1 στα ρουμανικά) (Μοσκώφ, 1988: 326). Η κύρωση της συνθήκης του Βουκουρεστίου στις 10-8-1913, που επισφράγισε την οριστική ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης και της Νότιας Μακεδονίας στην Ελλάδα (Βακαλόπουλος, Απ., 1985) αποτελεί την τελευταία σελίδα της ιστορίας της ελληνικής κοινότητας για την περίοδο της Τουρκοκρατίας και την αρχή μιας νέας. Η πρώτη επίσημη απογραφή ήταν η ελληνική του Απριλίου του 1913 στην οποία καταγράφηκαν 39.956 Έλληνες, 61.439 Εβραίοι, 45.867 μουσουλμάνοι, 6.263 Βούλγαροι και 4.364 λοιπών εθνοτήτων. Σύνολο 157.889 κάτοικοι. Η Θεσσαλονίκη είναι λίγο πριν την απελευθέρωσή της μια «μητρόπολη», το μεγαλύτερο κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, το τρίτο λιμάνι μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Στη Μακεδονία δεύτερη πόλη έρχεται το Μοναστήρι με 50.000 περίπου άτομα. Ακολουθούν οι Σέρρες, η Δράμα, η Βέροια, η Καβάλα, τα Γιαννιτσά με περίπου 20.000 άτομα. Στη Σερβία το Βελιγράδι μόνο πλησιάζει τις 100.000 κατοίκους και ίσως η Σόφια στη Βουλγαρία. Την ίδια εποχή η Αθήνα μόνη της έχει μόλις 140.000 άτομα ( http://web.auth.gr/virtualschool/1.4/Praxis/KotinisThessaloniki.htm ). Στις αρχές του αιώνα μας οι εργάτες της πόλης ανέρχονται στις 25.000. Από αυτούς οι 12.000 απασχολούνται στη βιομηχανία. Περίπου 3.000 είναι εργάτες της γης, 2.000 εργάτες οικοδομών, και άλλες 2.000 στο λιμάνι (σ.σ.: το 8% των εργατών της πόλης με τακτική εργασία). Περίπου 5.000 με 10.000 άτομα εργάζονται στην πόλη ως οικιακό προσωπικό. Υπερδιπλάσιοι απ’ όλους αυτούς ήταν εκείνοι που καθημερινά πάσχιζαν στους δρόμους της πολύβουης πόλης για το μεροκάματο είτε ως μικροπωλητές είτε ως «χαμάληδες» είτε ως ευκαιριακοί εργάτες σε βιοτεχνίες και κάθε άλλου είδους δουλειά. Σ’ όλες αυτές τις ομάδες ανήκουν χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι συμπολίτες των κατώτερων στρωμάτων. Πριν προσεγγίσουμε τις εκδηλώσεις της καθημερινότητάς τους ας δούμε μερικά οικονομικά μεγέθη που καθόριζαν την ποιότητα ζωής κάθε κοινότητας. Ο καλλιεργητής της γης εισπράττει κάτι λιγότερο από το μισό της παραγωγής του, αν είναι κολλήγος και δουλεύει σε μεγαλοτσιφλικάδες (κυρίως Τούρκους) του κάμπου. Αν είναι ελεύθερος καλλιεργητής, δικαιούται μόνο το 65%-70% της παραγωγής του. Το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη είναι, στα 1820 40-50 παράδες. Ο εργάτης της γης, εισπράττει μόνο 16 - 20 παράδες ημερομίσθιο. Οι 50 παράδες εκείνης της εποχής αντιστοιχούν σε 1,25 χρυσά φράγκα και σε : 4,1 κιλά ψωμί , 4,1 κιλά γάλακτος, 1,5 κιλά κρέας και σε 0,1 ζευγάρια παπούτσια. Μόνο μετά την νεοτουρκική επανάσταση (10-23 Ιουλίου 1908) και τις απεργίες που ακολούθησαν, βελτιώθηκαν τα ημερομίσθια κατά 30-50 παράδες φτάνοντας την ισοτιμία των 2 χρυσών φράγκων και αντιστοιχώντας σε 4,1 κιλά ψωμί, 4,1 κιλά γάλακτος, 1 κιλό κρέας και 0,3 ζευγάρια παπούτσια (Μοσκώφ, 1988: 272). Ορισμένα επαγγέλματα είχαν, με ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας, παραχωρηθεί σχεδόν αποκλειστικά , από την μια φυλή στην άλλη. Έτσι τα επαγγέλματα του φούρναρη ή του χτίστη ασκούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τους χριστιανούς. Οι Αρβανίτες είχαν στην πλειοψηφία στους ενασχολούμενους με τα γιαουρτζίδικα και τα χαλβατζίδικα όπως λέγονταν τότε τα γαλακτοπωλεία. Στους τελευταίους ανήκαν και οι «περιοδεύοντες» πωλητές χαλβά, γιαουρτιού και σαλεπιού. Οι Αρβανίτες γύριζαν τον χειμώνα από τα χαράματα στις γειτονιές και μοίραζαν σαλέπι σε μεγάλα φλιτζάνια, με μπόλικη κανέλα. Το καλοκαίρι φορτώνονταν στον ώμο κάτι παράξενα στενόμακρα δοχεία φτιαγμένα από χαλκό ή μπρούντζο. Εκεί φύλαγαν λεμονάδα «μπουζ-γιμπή», δηλαδή στα τούρκικα «κρύα σαν πάγος», και τα άδειαζαν στα ποτήρια που τα είχαν περασμένα γύρω από την μέση τους, σε μια τενεκεδένια θήκη. Οι Εβραίοι πάλι είχαν την αποκλειστικότητα σχεδόν στην εξάσκηση του επαγγέλματος του πραματευτή ή αλλιώς ψιλικατζή, του χαμάλη που κουβαλούσε στην πλάτη του μεγάλα βάρη, του παλιατζή, του βαρκάρη. Ο παλιός εκείνος τύπος του Εβραίου ψιλικατζή ήταν πολύ γραφικός . « Γέροι τις περισσότερες φορές, με αχτένιστες πατριαρχικές γενιάδες, φορούσαν ένα λερό φέσι στο κεφάλι κ’ ήσαν ντυμένοι με αντερί, μία μακριά ποδόσυρτη ρόμπα από αλατζά ή παρδαλό τσίτι.» (Βαφόπουλος, 1985: 23). «Και ποιος δεν ήξερε, αλήθεια, τον μπάρμπα Γιακό (Ιακώβ), τον Εβραίο ψιλικατζή και ποια νοικοκυρά δεν είχε αγοράσει, μια φορά τουλάχιστον κάτι απ’ αυτόν... το ταμείο, ήταν χαμένο στο βάθος κάποιας από τις φαρδιές τσέπες της ρόμπας του μπάρμπα Γιακό, που χρησίμευαν κι ως αποθήκες προϊόντων... Πάντα μετρούσε ξύκικα. Πως τα κατάφερνε μπροστά στα μάτια σου; Όλοι το ήξεραν και όλοι γκρίνιαζαν. Και εκείνος διαμαρτυρόταν και υπερασπιζόταν την εντιμότητά του με όρκους φοβερούς. Έτσι ήταν ο μπάρμπα Γιακό... έτσι γέρος με την ίδια γενειάδα, την ίδια ρόμπα, την ίδια φωνή, και την ίδια πραμάτεια χάθηκε μια μέρα, μετά από πολλά χρόνια, και κανείς δεν ξανάκουσε τίποτε γι’ αυτόν» (Τσακτσίρας, 1996: 146-147).

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το 1912 ο J. F Fraser στο βιβλίο του... Salonica has its distinctions. Near the quay, where are the big hotels, and boulevards, and the syrup-shipping and the horse tramcars is a touch of Europe...
O Risal την ίδια εποχή έγραφε... Salonique devait etre gràce à l'internationalisation, une ville semblable à la Carthage antique ou la Venise de Moyenne Age et de temps modernes. Il serait le seuil de tout l'Europe centrale, la Grande escale, entre l'Allemagne et Suez... Pour le voyageur presse qui passe, Salonique est une moderne Babel de races, de langues, de croyances, de coutumes, d'idèes, des aspirations... (http://www.anistor.co.hol.gr/greek/index.htm)

Δεν υπάρχουν σχόλια: