Συντάκτης :Δημήτρης ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΠΟΥΛΟΣ
Τις πασχαλιάτικες μέρες, μαζί με αρκετές εκατοντάδες ακόμη συμπατριώτες μας, τις περάσαμε φέτος στην Κωνσταντινούπολη, την "Πόλη", όπως την ονομάζανε όλοι σχεδόν οι Έλληνες στα παλιά τα χρόνια και εξακολουθούν να τη λένε ακόμα οι χιλιάδες ξεριζωμένοι των τελευταίων δεκαετιών που βρήκανε καταφύγιο στη "μητέρα πατρίδα", ύστερα από τα επανειλημμένα πογκρόμ των εθνικιστικών ορδών αλλά και από τους "νόμιμους" διωγμούς που μεθοδεύσανε οι τουρκικές κυβερνήσεις. Δεν θα ήθελα να σταθώ σ' αυτή τη θλιβερή ιστορία, που δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεχαστεί. Ούτε να περιγράψω τα αμέτρητα βυζαντινά -αλλά και μουσουλμανικά- μνημεία που κοσμούν αυτή τη μεγαλούπολη, με πρώτη την Αγία Σοφία, μνημεία που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον όλου του κόσμου. Εγώ θα ήθελα να μιλήσω για μια Κωνσταντινουπολίτισσα αγωνίστρια που, ξεκινώντας από τούτη εδώ την πόλη, διέγραψε μια σκληρή αλλά όμορφη αγωνιστική πορεία που κράτησε ώς το τέλος της ζωής της. Πρόκειται για την Ιφιγένεια Ασημακοπούλου, την Ασήμοβα, όπως την ήξεραν οι περισσότεροι Έλληνες αριστεροί που την είχαν συναντήσει στη Μόσχα σε παλαιότερες εποχές. Αλλά ας μου επιτραπεί να περιγράψω πολύ σύντομα την ιστορία της: Πολύ λίγοι γνωρίζουν, νομίζω, πως μέσα στην ιδρυτική ομάδα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας υπήρξε και ένας Έλληνας. Πρόκειται για τον Νίκο Ασημακόπουλο, τον πατέρα της Ιφιγένειας, γέννημα και θρέμμα κι αυτός της Κωνσταντινούπολης. Ήταν τότε (τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα) από τους πιο δραστήριους συνδικαλιστές στον χώρο των εμποροϋπαλλήλων και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης τόσο από τους Τούρκους όσο και από τους Έλληνες αριστερούς της Πόλης. Η κυβέρνηση του Κεμάλ Ατατούρκ βέβαια, παρόλο που βοηθήθηκε από τη σοβιετική εξουσία στα πρώτα της βήματα, απαγόρευσε τη νόμιμη λειτουργία του κόμματος και συνέλαβε τους πρωταγωνιστές του, εξορίζοντάς τους κάπου στα βάθη της Μικράς Ασίας. Ανάμεσά τους ήταν και ο Ασημακόπουλος. Όταν απελευθερώθηκαν ύστερα από αρκετό καιρό, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τον κήρυξαν ανεπιθύμητο και τον διέταξαν να εγκαταλείψει άμεσα μαζί με την οικογένειά του την Τουρκία. Εκείνος, παρ' όλο που είχε την ελληνική ιθαγένεια, δεν θέλησε να έρθει στην Ελλάδα. Προτίμησε να καταφύγει με όλη του την οικογένεια (σύζυγο, δύο κόρες και έναν γιο) στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί εντάχθηκαν όλοι στην υπηρεσία του τότε Διεθνούς Επαναστατικού Κινήματος. *** Η Ιφιγένεια ήταν η μεγαλύτερη κόρη του Νίκου Ασημακόπουλου. Με γερή ελληνική παιδεία και αφού εμαθε πολύ γρήγορα τα ρώσικα, τοποθετήθηκε στο Ελληνικό Τμήμα της Τρίτης Διεθνούς. Εκεί έρχονταν σε επαφή με όλους σχεδόν τους "Κούτβηδες", δηλαδή τα στελέχη του Ελληνικού Κόμματος που σπούδαζαν τότε στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Μόσχας, βοηθώντας τους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της γλώσσας, να έρχονται σε επαφή με τους συγγενείς τους στην Ελλάδα ή το εξωτερικό όταν χρειαζόταν και γενικά να προσαρμόζονται στην καινούργια ζωή που τους επέβαλλε η αυστηρή κομματική πειθαρχία. Λίγο αργότερα (1936-1939) ορίστηκε να κρατάει επαφές με τους Έλληνες αγωνιστές του ισπανικού εμφυλίου πολέμου για όσο καιρό βρίσκονταν στην Ισπανία, αλλά και μετά την ήττα των Δημοκρατικών, όταν βρέθηκαν κρατούμενοι σε γαλλικά στρατόπεδα. Το ίδιο έγινε και με τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, όταν οι εναπομείναντες μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού σκόρπισαν σε όλες τις Ανατολικές χώρες. Και τότε φάνηκε χρήσιμη σε πολλούς... *** Στα τελευταία χρόνια της ζωής της ήρθε στην Ελλάδα. Έτσι τη γνώρισα. Είχε διαβάσει το βιβλίο μου για τους Έλληνες αντιφασίστες εθελοντές στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και ήθελε να μου δώσει κάποιες συμπληρωματικές πληροφορίες. Τη συνάντησα μερικές φορές. Είπαμε πολλά για εκείνες τις ανεπανάληπτες εποχές. Για τους Έλληνες επαναστάτες, για τη γνωριμία της με τον Ζαχαριάδη, για την τύχη πολλών Ελλήνων που εξαφανίζονταν ξαφνικά στη διάρκεια των σταλινικών διωγμών, για τον Μπεζαντάκο, τον Σακαρέλλο, τον Δηλιγιάννη, τον Βαβούδη... Σε κάποια στιγμή της κουβέντας μας τη ρώτησα αν νοσταλγεί τη γενέθλια πόλη και αν επιθυμεί να πάει εκεί έστω και για λίγο. Και η απάντησή της ήταν: "Θέλω πολύ να βρεθώ στην Κωνσταντινούπολη, να πάω στη γειτονιά που γεννήθηκα, στα Ταταύλα, που εκείνη την εποχή ήταν γεμάτα από Έλληνες, και να ανάψω ένα κερί στην εκκλησία του Άη Δημήτρη, όπως έκανα τότε με τους γονείς μου"! Θα φανεί ίσως σε μερικούς παράξενο που μια γυναίκα γαλουχημένη με την κομμουνιστική ιδεολογία αισθάνθηκε την ανάγκη πρώτα απ' όλα να ανάψει κερί στην εκκλησία των παιδικών της χρόνων. Κι όμως, αυτή της η επιθυμία ήταν πάρα πολύ ανθρώπινη... Τελικά δεν ξέρω αν κατόρθωσε να πάει ποτέ και ίσως έμεινε ανεκπλήρωτο το όνειρό της. Γι' αυτό, αφού βρεθήκαμε με τη σύντροφό μου τη Μεγάλη Παρασκευή στην Κωνσταντινούπολη, και μάλιστα στα Ταταύλα, θεώρησα υποχρέωσή μου να πάω στον Άη Δημήτρη και να ανάψω ένα κερί στη μνήμη της. Ήταν ένας φόρος τιμής στην αξέχαστη αγωνίστρια που δεν απαρνήθηκε στιγμή το αγωνιστικό της παρελθόν, την αγάπη της στην Ελλάδα και τους Έλληνες, την πίστη της στον σοσιαλισμό με το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά ούτε και την εκκλησία του Άη Δημήτρη, που εξακολουθούν να τη λειτουργούν ακόμα οι λίγοι Έλληνες που έχουν απομείνει στα Ταταύλα της Πόλης...
Ημ/νία καταχώρησης : 19/04/2007 19:03:43 Copyright © "Η ΑΥΓΗ". ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιλιπτική, ή κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοπυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
2007/04/20
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου